- σχέμα
- τὸ, Α1. (αιολ. τ.) βλ. σχήμα2. (κατά τον Θεόγνωστ.) όχημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek